- λέμβος
- η (AM λέμβος, ὁ)σκάφος μικρών διαστάσεων, με ή χωρίς κατάστρωμα, που κινείται με κουπιά ή και ιστία, βάρκα («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», Δημοσθ.)νεοελλ.1. το καλάθι τού αεροστάτου2. ανατ. το μικρότερο επάνω μέρος τού πτερυγίου τού αφτιού, η κύμβη3. φρ. «σωσίβια λέμβος» — λέμβος που χρησιμοποιείται ειδικά για τη διάσωση ναυαγώναρχ.1. μικρό γρήγορο σκάφος που χρησίμευε ως πρόσκοπος στόλου ή ως ελαφρό μεταγωγικό2. ονομασία παράσιτου ατόμου («ὄπισθεν ἀκολουθεῑ κόλαξ τῳ; λέμβος ἐπικέκληται», Αναξανδρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ίσως ιλλυρικής προελεύσεως.ΠΑΡ. αρχ. λεμβώδηςμσν.λεμβάδιον νεοελλ. λεμβίτης, λεμβώνας.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λέμβαρχοςνεοελλ.λεμβοδρόμος, λεμβόζευκτος, λεμβοστάσιο, λεμβουργός, λεμβούχος. (Β' συνθετικό) νεοελλ. εξωλέμβιος, επιλέμβιος].
Dictionary of Greek. 2013.